- κλίνω
- (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω)1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι(α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» — όταν ο Ζευς κάνει τη ζυγαριά να γείρει από τη μια πλευρά, Ομ. Ιλ.γ. «μηκέτι τοῦδ' ἀντιπέτρου βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς», Σοφ.δ. «τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε», Θ. Λειτ.)2. γραμμ. σχηματίζω κατά σειρά, απαγγέλλοντας ή γράφοντας, όλους τους τύπους κλιτού μέρους τού λόγου (α. «οι προθέσεις δεν κλίνονται» β. «κλίνω το ρήμα αγαπώ» γ. «αἱ πρωτότυποι [ἀντωνυμίαι] οὐ κλίνονται εἰς τὰς πτώσεις», Απολλ. Δύσκ.)3. έχω τάση προς κάποιον ή κάτι, τείνω, αποκλίνω, ρέπω (α. «κλίνει προς τον σοσιαλισμό» β. «κιθαρίζων ἅμα κε τῷδε μέλει κλιθεὶς ὕμνον κελάδησε καλλίνικον», Πίνδ.)4. (για χρόνο, φως, ημέρα, νύχτα κ.λπ.) ελαττώνομαι, φθίνω, γέρνω, φθάνω στο τέλος μου (α. «ο ήλιος κλίνει προς τη δύση» β. «κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο», Απολλ. Ρόδ.)5. μτφ. (για χρώματα και για φωνή) πλησιάζω προς ορισμένο τόνο, έχω κάποιαν απόχρωση (α. «δεν είναι καθαρό γαλάζιο* κλίνει προς το πράσινο» β. «η φωνή του κλίνει προς τη φωνή τού βαρύτονου»)6. μτφ. φρ. «κλίνω προς το τέλος» ή «κλίνω προς την αφάνεια» ή «κλίνω ἐπὶ τὸ χεῖρον» — ξεπέφτω, φθείρομαι, παρακμάζω («θαυμάζω... ἡ πόλις ὅπως ποτ' ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν», Ξεν.)νεοελλ.1. (αμτβ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφομαι προς τα κάτω ή πλαγίως, αλλάζω θέση ή κατεύθυνση ενώ βρίσκομαι σε κίνηση ή σε στάση, γέρνω προς κάποια κατεύθυνση (α. «το σπίτι κλίνει προς τα δεξιά» β. «ο κεκλιμένος πύργος τής Πίζας»)2. φρ. α) «δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι» [ορθ. κλίνῃ]δεν έχει καταφύγιο πουθενά ή στερείται τα πάνταβ) «κλίνατε επί δεξιά», «κλίνατε επ' αριστερά» — στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα για να στραφεί η ομάδα προς το δεξιό ή προς το αριστερό μέρος, να αλλάξει κατεύθυνσηγ) φυσ. «κεκλιμένο επίπεδο» — το επίπεδο που σχηματίζει οξεία γωνία προς την οριζόντια γραμμήνεοελλ.-μσν.μτφ. φρ. α) «κλίνω την κεφαλή» ή «κλίνω κάραν» ή «κλίνω τόν τράχηλο»ί) υποχωρώ, λυγίζω («είναι μου χρεία να κλίνω την κεφαλή», Ερωφ.)ii) προσκυνώ, εκφράζω σεβασμόβ) «κλίνω το γόνυ»i) γονατίζωii) υποκλίνομαι, εκφράζω σεβασμόμσν.1. (με την πρόθεση από) απομακρύνομαι2. απλώνομαι3. εκτρέπομαι, παρεκκλίνω4. συγκατανεύω5. σέβομαι6. φρ. α) «κλίνω εἰς ἀγάπην» — ερωτεύομαιβ) «κλίνω κρίση» — καταστρατηγώ τη δικαιοσύνη, παραβιάζω το δίκαιογ) «κλίνω μετά τινος» — πηγαίνω με το μέρος κάποιουδ) «κλίνω τέντα» — στήνω σκηνή, εγκαθίσταμαιε) «κλίνω τὸ οὖς» — ακούω με καταδεκτικότητα, εισακούωστ) «κλίνω φλάμουρον» — ξεκινώ για επίθεση, επιτίθεμαιζ) «κλίνει ὁ ἥλιος» — δύει, βασιλεύειμσν.-αρχ.(ενεργ. και μέσ.) τρέπω σε φυγή αντίπαλο («Τρῷας δ' ἔκλιναν Δαναοί», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. βάζω κάποιον στο ανάκλιντρο, κατακλίνω κάποιον (α. «κληθῆναι [ἔφη] καὶ Θηβαίων ἄνδρας πεντήκοντα, καὶ σφέων οὐ χωρὶς ἑκατέρους κλῑναι», Ηρόδ.β. «κλῑνόν μ' ἐς εὐνήν», Ευρ.γ. «πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσι κλιθῆναι», Ομ. Οδ.)2. μτφ. ταπεινώνω («ἡμέρα κλίνει κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια» — μια μέρα ταπεινώνει και ανυψώνει όλα τα ανθρώπινα πράγματα, Σοφ.)3. (στη μαγική) κάνω κάποιον υποχείριο, τόν μαγεύω, τόν υποδουλώνω4. (μέσ. και παθ.) κλίνομαιστηρίζομαι, ακουμπώ σε κάτι (α. «κίονι κεκλιμένη», Ομ. Οδ.β. «ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα», Ηρόδ.)5. παθ. α) (για μάχη) καταλήγω σε υποχώρηση, σε ήττα («κάρτος δ' ἀνεφαίνετο ἔργων, ἐκλίνθη δὲ μάχη», Ησίοδ.)β) (στον παθ. αόρ. και παρακμ.) i) αποθέτομαι, τοποθετούμαιii) είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι ως συμποσιαστής («κλιθέντες ἐδαίνυντο, πληρωθέντες δὲ φορβῆς καὶ οἴνου ηὗδον», Ηρόδ.)iii) (για βουνά και τόπους) είμαι στραμμένος, βλέπω προς κάποιο σημείο («ἠέ τις ἀκτὴ κεῖθ' ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο», Ομ. Οδ.)iv) (για πρόσ.) ζω σε έναν τόπο, είμαι εγκατεστημένος, κατοικώ κάπου («Ὀρέσβιον αἰολομίτρην, ὅς ρ' ἐν Ὕλη νέεσκε... λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα kli- τής ΙΕ ρίζας *klei- «κλίνω, στηρίζω» και σχηματίζεται με ενεστωτικό επίθημα -η- (το οποίο επεκτάθηκε και σε άλλους χρόνους) και κατάληξη -yo. Συνδέεται με λατ. clinare «κλίνω», αρχ. σαξ. hlinōn, αρχ. άνω γερμ. hlinēn > lehnen και αρχ. ινδ. śrayati = λιθουαν. šleju «κλίνω». Άλλοι τύποι έχουν αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες, όπως ο παρακμ. κέκλιται με το αρχ. ινδ. śiśriye και το ρηματ. επίθ. ἄκλιτος με το αρχ. ινδ. śrita- και το αβεστ. sri-nu.ΠΑΡ. κλ(ε)ιτύς, κλίμα, κλίμαξ, κλίνη, κλιντήρ, κλίσιςαρχ.κλείτος, κλισία, κλισμός.ΣΥΝΘ. ανακλίνω, αποκλίνω, εγκλείνω, εκκλείνω, επικλείνω, παρακλίνω, παρεκκλίνω, προκλίνω, προσκλίνωαρχ.αντικλίνω, αντιμετακλίνω, διακλίνω, εγκατακλίνω, ενοιποκλίνω, επανακλίνω, επεγκλίνω, επικατακλίνω, κατακλίνω, μετακλίνω, μετεγκλίνω, παρακατακλίνω, παρανακλίνω, παρεγκλίνω, προανακλίνω, προκατακλίνω, προσανακλίνω, περικλίνω, προσυποκλίνω, συγκατακλίνω, συμπαρακατακλίνω, συναποκλίνω, συνεγκλίνω, συνεκκλίνω, συνεπικλίνω, υπανακλίνω, υπεγκλίνω, υπεκκλίνω, υπερεπικλίνω, υποκατακλίνω, υποκλίνωνεοελλ.απεκκλίνω. (Β συνθετικό) -κλινής, ακλινής, αμφικλινής, γονυκλινής, επικλινής, ετεροκλινής, ισοκλινής, χαμαικλινήςαρχ.αποκλινής, εκκλινής, κατακλινής, ομοιοκλινής, παλιγκλινής, περικλινής, πολυκλινής, προσκλινής, συγκλινής, ταυτοκλινής, υποκλινήςνεοελλ.δικλινής, μεσοκλινής, μονοκλινής, προκλινής.
Dictionary of Greek. 2013.